επί

επί
(AM ἐπί) (πρόθεση)
Ι. (με γεν.)
1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ' ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ' ἐπὶ θρόνου»)
2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός»)
3. χρονική περίοδος κατά την οποία έγινε ή γίνεται κάτι («επί τού παρόντος», «εφ' όρου ζωής», «ἐπ' έμῆς γε νεότητος»)
4. (για πρόσωπο) ο εντεταλμένος ή εξουσιοδοτημένος για κάτι («ο επί τών Εξωτερικών υπουργός», «η Κυρία επί τών τιμών», «ὁ ἐπὶ τῶν δεήσεων», «ὁ ἐπὶ τοῡ οἴνου»)
ΙΙ. (με δοτ.)
1. σκοπός («ήλθε επί τούτῳ», «διατριβή επί διδακτορία», «ἐπὶ κακῷ ἀνθρώποις σίδηρος ἀνεύρηται»)
2. αιτία («επ' ευκαιρία τών γάμων σας», «ἐπ' ἄλγει δυσφορῶν»)
3. χάριν κάποιου πράγματος, για την επίτευξη ή απόκτησή του («εργάζεται επ' αμοιβή», «εκδίδεται επί χρήμασι», «ἐπ' ἀργύρῳ γε τὴν ψυχὴν προδούς»)
4. αναλογία τού τόκου προς το συνολικό προσό («οκτώ επί τοις εκατό», «οἱ δανειζόμενοι ἐπὶ τοῑς μεγάλοις τόκοις»)
5. σχέση ή αναφορά («γαμβρὸς ἐπ' ἀδελφῇ»)
6. φρ. «επί θύραις» — κοντά, από στιγμή σε στιγμή
7. φρ. «ἐπ' αὐτοφώρῳ πιάνω, συλλαμβάνω, λαμβάνω κάποιον / τινά» — πιάνω κάποιον τη στιγμή ακριβώς που διαπράττει το αδίκημα
8. φρ. «ἐπ' οὐδενί»
α) σε καμιά περίπτωση
β) άνευ όρων
ΙΙΙ. (με αιτ.)
1. χρονική διάρκεια («πολεμούσαν επί δέκα χρόνια», «τὴν γῆν ἀπεμίσθωσαν ἐπὶ δέκα ἔτη»)
2. προς κάποια κατεύθυνση («ἐπ' ἀριστερά», «ἐπὶ δεξιά»)
3. φρ. «ἐπὶ τὰ ἴχνη» — πολύ κοντά στην ανεύρεση
νεοελλ.
(με γεν.)
1. μερισμός ή αναλογία («επί μέρους»)
2. σκοπός («επί τούτου», «επί καλού», «επί κακού»)
(αρχ.-μσν) Ι. (με γεν.)
1. το μέσο με το οποίο εκτελείται η κίνηση («ἔβαν, οἱ μὲν ἐφ' ἵππων, οἱ δ' ἐπὶ ναῶν», Αισχύλ.)
2. έκταση, εξάπλωση («γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς», ΚΔ)
3. σε κάποιον τόπο, σε κάποιο μέρος («ἐπ' ἀγροῡ πήματα πάσχειν»)
4. κοντά, πλησίον («αἱ ἐπὶ Λήμνου ἐπικείμεναι νῆσοι»)
5. (με αριθμητ.) το βάθος ή το μήκος παρατάξεως στρατιωτών
(«ἐπί πεντήκοντα ἀσπίδων συνεστραμμένοι», Ξεν.
«ἐπὶ τεσσάρων τάσσειν», Θουκ.)
6. μπροστά σε κάποιον, ενώπιον («ἐξελέγχεσθαι ἐπὶ πάντων», Δημοσθ.)
7. ως προς, αναφορικά με, στην περίπτωση που («ὅ ἡμεῑς γελοίως ἐπὶ μὲν τῶν δημιουργῶν αἰσθανόμεθα», Πλάτ.)
8. (γενικώς) σε σχέση με («διῄρηται τὸν αὐτὸν τρόπον ἐπί γε τῶν πραγμάτων», Αριστοτ.)
9. χαρακτηριστικά στοιχεία ή σημεία σε κίνηση ή μετακίνηση («ὀρθωθεὶς δ' ἄρ' ἐπ' ἀγκῶνος», «ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν», «προτρέποντο μελαινάων ἐπὶ νηῶν», Ομ. Ιλ.
«ναυσὶν ἐπ' Ἀβύδου ἀφικομέναις», Θουκ.)
10. σε περιπτώσεις, περιστάσεις («οὐκ ἐπὶ τούτου μόνον, ἀλλ' ἐπὶ πάντων», Πλάτ.)
11. (για αρχηγία ή επιστασία) υπεράνω, πάνω («ἐπ' οὗ ἐτάχθησαν», Ηρόδ.)
12. σύμφωνα με το όνομα στο οποίο αναφέρεται κανείς («ἐπ' ὧν καὶ τὰς ἐπωνυμίας ἔχουσι», Ηρόδ.)
ΙΙ. (με δοτ.)
1. πάνω σε («ἕζετ' ἐπὶ ξεστοῑσι λίθοισιν», Ομ. Οδ.)
2. με έννοια εκτάσεως («τὸ ἐπὶ πᾱσι τοῑς σώμασι κάλλος», Πλάτ.)
3. σημείο στηρίξεως («ἐπ' ὤμοις γηγενὴς ὅλην πόλιν φέρων», Ευρ.)
4. το μέρος προς το οποίο γίνεται η κίνηση («ἐπὶ χθονὶ βαίνει»)
5. σημείο στάσης μετά την κίνηση («πέτονται ἐπ' ἄνθεσιν», Ομ. Ιλ.)
6. (για τόπο) μέσα, εντός («κληρούχους ἐπὶ τῶν ίπποβοτέων τῇ χώρῃ λείπουσι», Ηρόδ.
«ἐπὶ τῇ ψυχῇ δάκνει;», Σοφ.)
7. προς τιμήν («οὕς ἐπὶ Πατρόκλῳ πέφνεν πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.)
8. εναντίον («ἐπὶ Τρώεσσι μάχεσθαι», Ομ. Ιλ.)
9. σε σχέση με κάτι («αἴθ' οὕτως ἐπὶ πᾱσι χόλον τελέσει Ἀγαμέμνων», Ομ. Ιλ.)
10. (για συσσώρευση) επάνω, μετά, κατόπιν («ἄτην ἑτέραν ἐπάγουσαν ἐπ' ἄτῃ», Αισχύλ.)
11. (για πρόσθεση, προσθήκη) επί πλέον («ὑποσχόμενος ἀδελφὴν ἑαυτοῡ δώσειν καὶ χρήματα ἐπ' αὐτῇ», Θουκ.
«τρισχιλίους ἐπὶ μυρίοις τῶν πολεμίων ἀνεῑλε», Πλούτ.)
12. μαζί με, επί πλέον («ὅταν κάρδαμον μόνον ἔχωσιν ἐπὶ τῷ σίτῳ» [για προσφάι], Ξεν.)
13. (για θέση, διάταξη) μετά από άλλο, πίσω («ἐπὶ δέ τοῑς ἀκοντισταῑς τοξότας», Ξεν.)
14. για δήλωση εξουσίας ή αρμοδιότητας («τὰ δ' οὐκ ἐπ' ἀνδράσι κεῑται», Πίνδ.)
15. σύμφωνα με κάτι («τὰς διαίτας ὅσαι ἐγένοντο ἐπὶ τοῑς νόμοις», Δημοσθ.)
16. (για ενέργεια) κατά τη διάρκεια, τον χρόνο («εὐθυμίας παρεῑχεν ἐπὶ τῷ δείπνῳ», Ξεν.)
17. κατά τη διάρκεια, κατά την περίοδο (α. «ἐπὶ νυκτί» — κατά τη νύχτα
β. «ἐπ' ἤματι» — σήμερα
γ. «αἰεὶ ἐπ' ἤματι» — καθημερινά)
18. μετά, στη συνέχεια («ἐπὶ τῷδε δ' ἠγόρευε Διομήδης», Ευρ.)
19. εξαιτίας κάποιου («τετείξεται ἄλγα ἐπ' αὐτῇ», Ομ. Ιλ.)
20. επιστασία, επίβλεψη σε κάτι («ἐπὶ βουσὶν εἶσεν» — μέ έβαλε να προσέχω τα βόδια)
21. στην κατοχή κάποιου («ἐπὶ τοῑς ἑαυτοῡ τῆς ἴσης καὶ ὁμοιας μετέχοντα μένειν», Θουκ.)
22. για κάποιον («ἐπὶ τῇ πόλει δεδιώς»)
ΙΙΙ. (με αιτ.)
1. (για τόπο όταν δηλώνεται κίνηση) προς τα πάνω («ἐπὶ πύργον ἔβη», Ομ. Ιλ.)
2. προς τα κάτω («ἐξεκυλίσθη πρηνής... ἐπὶ στόμα» [μπρούμητα], Ομ. Ιλ.)
3. προς κάποιο μέρος («ἦλθε θοὰς ἐπὶ νῆας», Ομ. Ιλ.
«γυναῖκες πάρεισιν... ἐπὶ τὸν τάφον ὀλοφυρόμεναι», Θουκ.)
4. εναντίον («ὦρτο δ' ἐπ' αὐτού», Ομ. Ιλ.)
5. μπροστά σε κάποιον («ἦγον δή μιν ἐπὶ τὰ κοινὰ τῶν Βαβυλωνίων», Ηρόδ.)
6. τοπική έκταση («ἐπ' ἄλμυρον πόντον», Σαπφώ)
(«ἐπ' ἐννέα κεῑτο πέλεθρα», Ομ. Οδ.)
7. μεταξύ, ανάμεσα σε («κλέος εἴη πάντας ἐπ' ἀνθρώπους», Ομ. Ιλ.)
8. τοπ. μέχρι, έως («ἐπὶ μὲν θάλασσαν καθήκουσα», Θουκ.
«πλέον ἤ ἐπὶ δύο στάδια», Ξεν.)
9. χρον. μέχρις ενός ορισμένου διαστήματος, έως («εὗδον παννύχιος καὶ ἐπ' ἠῶ καὶ μέσον ἧμαρ», Ομ. Οδ.)
10. σκοπός για τον οποίο στέλνεται ή πηγαίνει κανείς («πρὸς σὲ ἦλθον ἐπ' ἀργύριον», Ξεν.)
11. (με ουδ. αντων.) φρ. α) «ἐπί τινι» — για ποιο σκοπό
β) «ἐφ' ὅ, τι, ἐφ' ἅ» — γι' αυτόν τον σκοπό
12. σχέση αναφοράς («ἡμεῑς γὰρ ἁγνοὶ τοὐπὶ τήνδε τὴν κόρην», Σοφ.)
13. εποπτεία, διοίκηση στρατιωτών («ἐπὶ δὲ τοὺς πεζούς... καθιστάναι ἄλλον ἄρχοντα», Ξεν.)
14. σύμφωνα με κάτι («ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν» — τα εξίσωσε σύμφωνα με τη στάθμη, Ομ. Οδ.)
15. επὶ πλέον («ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο», Ομ. Οδ.). ΙV. φρ. α) «μένω ἐπί τινος» — αρκούμαι σε κάτι
β) (για πλοῑο) «ὁρμῶ ἐπ' ἀγκύρας» — είμαι αγκυροβολημένος
γ) «ἐπὶ τοῡ κύλικος, τοῡ ποτηρίου» — ενώ πίνει κανείς κρασί
δ) «ἐπί τινι ἐστί» — είναι στην εξουσία κάποιου να ενεργήσει
ε) «τὰ ἐπὶ τούτοις» — τα παραλειπόμενα
στ) «καλῶ, ὀνομάζω ἐπί τινι» — σύμφωνα με κάτι
ζ) «ἐπι δέ...» — κι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το έπι (και αργότερα επί) είναι αρχαία επιρρηματική ΙΕ λέξη, ανάγεται σε τ. *epi και μαρτυρείται επίσης στην Ινδοϊρανική και Αρμενιακή (πρβλ. αρχ. ινδ. άpi, αβ. aipi, αρχ. περσ. apiy, αρμεν. ew). Με τη μορφή όπι- απαντά στα όπιθεν, όπι-σ-θεν και με μηδενισμένη βαθμίδα πι- στο πιέζω, πιθ. και στο πτυχή (πρβλ. αρχ. ινδ. pi-, λιθ. -pi). Ως πρόθεση με τη σημασία «πάνω, ενώπιον, προς» συντάσσεται με γενική, με τη σημασία «πάνω, έναντι, μετά, σύμφωνα» με δοτική και με τη σημασία «προς, έναντι, κατά τη διάρκεια» με αιτιατική. Επίσης απαντά ως προρρηματικό με τη σημασία «προς, έναντι, περισσότερο, ακολούθως», ενώ στα έπαινος, επ-αινώ εμφανίζεται με εξασθενημένη τη σημασία του. Τέλος, τόσο ως πρόθεση όσο και ως προθηματικό στοιχείο ο τ. επί μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή (epi), ενώ στον Όμηρο και στον Αισχύλο ο τ. έπι αποτελεί ονοματική φράση με τη σημασία «υπάρχει, υφίσταται»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπί — being upon indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπι — ἐπί being upon indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επί — απαρχαιωμένη πρόθ. που λέγεται σε μερικές εκφράσεις. 1. με γεν. σημαίνει, α. τοπική σχέση: Επιτόπου. β. σχέση γειτνίασης: Χωριά επί της εθνικής οδού. γ. επιστασία, αρχηγία, επίβλεψη: Κυρία επί των τιμών. δ. χρονική περίοδο, εποχή όπου συνέβη ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. — ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. См. Беда беду родит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • επι(σε)σημασμένος — η, ο (Α ἐπισεσημασμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επισημαίνω*) 1. αυτός που κάποιος έχει επισημάνει 2. (για γραμματόσημο) αυτό που φέρει επισήμανση …   Dictionary of Greek

  • Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. — ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. См. Неумытые руки …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”